Κοινωνιολογικοί ορισμοί

Ορισμοί

  • Αγάπη: είναι η κατεξοχήν οδός για τη γνώση του προσώπου, επειδή είναι κατόρθωμα καθολικής αποδοχής του άλλου. Δεν προβάλλει στον άλλον ατομικές προτιμήσεις, απαιτήσεις ή επιθυμίες, αλλά τον αποδέχεται όπως είναι, στην πληρότητα της προσωπικής μοναδικότητας. Για αυτό και η γνώση της ετερότητας του προσώπου ολοκληρώνεται τελικά στην ερωτική πρόσληψη του άλλου, με αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, και για αυτό ο έρως στη βιβλική γλώσσα ταυτίζεται με τη γνώση του προσώπου [8, σ. 37]
  • Αναγκαία εργασία: είναι το τμήμα της εργασίας που είναι αναγκαίο για την παραγωγή όσης αξίας αποκρυσταλλώνεται στον μισθό του εργάτη, ενώ το υπόλοιπο ονομάζεται υπερεργασία [2, σ. 227].
  • “Αγοραία οικονομία”: το είδος εκείνο της ζωής που αναπαράγεται δίχως λεφτά να αλλάζουν χέρια [ 3,σ. 126]
  • Ανθρώπινη εργασία: είναι το εμπόρευμα με την ιδιομορφία να πληρώνεται στην αξία του και εντούτοις να παράγει περισσότερο από την αξία του [2, σ. 228].
  • Άτομο: τμήμα ή μέρισμα της καθολικής ανθρώπινης φύσης. Αντιπροσωπεύει μια σχέση του μέρους με το όλο. Είναι η άρνηση ή η άγνοια της ετερότητας του προσώπου, η προσπάθεια να προσδιορίσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη με αντικειμενικές ιδιότητες της κοινής φύσης, με ποσοτικές συγκρίσεις και αναλογίες. Κυρίως στο πεδίο της Κοινωνιολογίας και της πολιτικής, η ανθρώπινη ύπαρξη ταυτίζεται συχνά με την αριθμητική ατομικότητα [8, σσ. 34-36].
  • Αυτο-ορθολογισμός“: κατά τον Karl Mannheim, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο, παγιδευμένο στο περιορισμένο τμήμα ενός μεγάλου, ορθολογικού οργανισμού φτάνει να ρυθμίζει συστηματικά και δουλικά τις παρορμήσεις και τις λαχτάρες του, τον τρόπο ζωής και τον τρόπο σκέψης του, σύμφωνα με τις “αρχές και τους κανονισμούς του οργανισμού”. Ο ορθολογικός οργανισμός είναι, συνεπώς, ένας οργανισμός αλλοτρίωσης [1, σ. 270].
  • Βάση ή Υποδομή της κοινωνίας: συνίσταται από τις παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις. [2, σ. 216]
  • Βιομηχανικός εφεδρικός στρατός: είναι ένας κοινωνικός δημογραφικός μηχανισμός που περιλαμβάνει μόνιμα ένα πλεόνασμα αχρησιμοποίητων εργατικών χεριών που ρίχνει το βάρος του στην αγορά εργασίας και τροποποιεί τις σχέσεις ανταλλαγής εργατών και καπιταλιστών προς ζημία των εργατών. Με άλλα λόγια, είναι η έκφραση του μηχανισμού σύμφωνα με τον οποίο συντελείται η τεχνικο-οικονομική πρόοδος στον καπιταλισμό. Ο στρατός αυτός βαραίνει πάνω στο επίπεδο των μισθών και τους εμποδίζει να ανέβουν [2, σ. 238].
  • Δημοκρατία: σημαίνει δυνατότητα και ελευθερία αυτών που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του νόμου να μεταβάλουν το νόμο σύμφωνα με κανόνες που έχουν από πριν συμφωνηθεί. Περισσότερο όμως σημαίνει κάποιο συλλογικό αυτοέλεγχο στους διαρθρωτικούς μηχανισμούς της ίδιας της ιστορίας [1, σ. 187].
  • Δίκτυο: αντιπροσωπεύει μια μήτρα ταυτόχρονων συνδέσεων και αποσυνδέσεων. Σημαίνει  στιγμές “επαφής” που εναλλάσσσονται με περιόδους ελεύθερης περιπλάνησης. Σε ένα δίκτυο, η σύνδεση και η αποσύνδεση είναι εξίσου νόμιμες επιλογές, απολαμβάνουν το ίδιο κύρος και έχουν την ίδια σημασία. Οι συνδέσεις είναι “εικονικές σχέσεις” και οι τελευταίες είναι εύκολες στη χρήση και φιλικές προς τον χρήστη, εφόσον η είσοδος και η έξοδος είναι εύκολη υπόθεση [3, σ. 16, 17]
  • Έθνος-κράτος: είναι η περιεκτικότερη μονάδα κοινωνικής δομής όσον αφορά στην εξουσία [1, σ. 215]. Το έθνος-κράτος, πάντως, αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο, τις περισσότερες φορές, διατυπώνουν τα προβλήματα μικρότερων ή μεγαλύτερων μονάδων [1, σ. 216]
  • Εκσυγχρονισμός: για πολλούς, ο όρος εξαντλείται στην εισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας και τη μηχανοργάνωση των κρατικών υπηρεσιών.Ένα από τα προαπαιτούμενα αναμφισβήτητα, που, όμως, δεν οδηγεί από μόνο του στην αύξηση της αποτελεσματικότητας και της απόδοσης του κρατικού μηχανισμού εφόσον συνδυάζεται με έναν ευρύτερο εξορθολογισμό στην οργάνωση και τη στελέχωση των υπηρεσιών του δημοσίου [5, σ. 133].
  • Ελαττωματικοί καταναλωτές: είναι οι άνθρωποι που μένουν προσκολλημένοι σε ένα αγαθό αντί να δοκιμάζουν όλη τη γκάμα τους. Θεωρούνται ως οι απόκληροι της κοινωνίας των καταναλωτών, ανεπαρκείς, ανίκανοι και αποτυχημένοι [3, σ. 98].
  • Ελευθερία: είναι μια μορφή της κυριαρχίας (βλ. τον όρο “κυριαρχία”): εκείνη, δηλαδή, όπου τα παρεχόμενα μέσα εκπληρώνουν τις ανάγκες του ατόμου με την ελάχιστη δυνατή δυσφορία και παραίτηση. Με αυτή την έννοια, η ελευθερία είναι πέρα ως πέρα ιστορική και ο βαθμός της μόνο ιστορικά μπορεί να προσδιοριστεί: οι ικανότητες και οι ανάγκες, καθώς και το ελάχιστο όριο παραίτησης, διαφέρουν ανάλογα με το επίπεδο πολιτιστικής εξέλιξης και καθορίζονται από τις εκάστοτε αντικειμενικές συνθήκες. (…) Ένας ορισμένος πολιτισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτές τις δυνατότητες (των υλικών και πνευματικών δυνάμεων των ανθρώπων) για να ικανοποιήσει τις ατομικές ανάγκες των ανθρώπων-και τότε ο πολιτισμός είναι προσανατολισμένος προς την ελευθερία [6, σσ. 8-9].
  • Έννοιες: είναι νοητικά σχήματα με τα οποία συλλαμβάνουμε πτυχές, σχέσεις και διαδικασίες της ανθρωπότητας. Είναι σταθμοί και αναβαθμοί πρόσληψης της πραγματικότητας [4].
  • Εξαθλίωση: είναι η διαδικασία μέσα στην οποία οι προλετάριοι τείνουν να φτωχαίνουν όλο και πιο πολύ στον βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις [2, σ. 236].
  • Εξορθολογισμός: σημαίνει ότι υπάρχουν σαφώς καθορισμένες και μη επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες του κάθε υπαλλήλου. Σημαίνει επίσης ότι παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε κλιμάκιο της ιεραρχίας να επιλύει προβλήματα και να παίρνει αποφάσεις στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του σε τρόπο ώστε να αποφεύγεται ο συγκεντρωτισμός και ο υδροκεφαλισμός, που υπάρχει στις δημόσιες υπηρεσίες και να δίνονται περιθώρια πρωτοβουλίας, μέσα στο πλαίσιο των γενικών προδιαγραφών και ρυθμίσεων, στα κατώτατα στελέχη. Σημαίνει ακόμα απλούστευση των διαδικασιών, ώστε να εξαφανιστούν ή να περιοριστούν στο ελάχιστο οι γραφειοκρατικές διατυπώσεις. Σημαίνει παράλληλα ανακατανομή του προσωπικού, ώστε να υπάρχει επάρκεια σε όλους τους τομείς και τις υπηρεσίες και να μην παρατηρείται το φαινόμενο άλλες υπηρεσίες κυριολεκτικά να ασφυκτιούν από έλλειψη υπαλλήλων και άλλες να είναι η πρυτανεία και άντρα αργόσχολων (…) Σημαίνει, τέλος, (…) ότι κάθε υπάλληλος θα περνάει από όλα τα στάδια και θα αρχίζει από κάτω ανεξάρτητα από τυπικά προσόντα εκκίνησης, ώστε να μην παρατηρείται π.χ. το θλιβερό φαινόμενο αδυναμίας πληκτρολόγησης εγγράφων (…). [5, σ. 134]
  • Επιθυμία: είναι διάθεση να καταναλώσουμε. Η επιθυμία δεν έχει ανάγκη άλλης αφορμής πέραν της παρουσίας της ετερότητας. Είναι μια παρόρμηση να απεκδύσουμε την ετερότητα από την αλλοτριότητά της-παρόρμηση, λοιπόν, να αποδυναμώσουμε. Κατά την ουσία της, η επιθυμία είναι ενόρμηση καταστροφής, είναι μολυσμένη με την ενόρμηση του θανάτου [3, σσ. 33-34].
  • Επιστημολογία: ασχολείται με τα θεμέλια, τα όρια και τη φύση της γνώσης [1, σ. 98].
  • Εποικοδόμημα της κοινωνίας: συνίσταται από τους νομικούς και πολιτικούς θεσμούς, τρόπους σκέψης, ιδεολογίες και φιλοσοφίες [2, σ. 216].
  • Έρωτας: είναι “μια σχέση με την ετερότητα, με το μυστήριο, δηλαδή το μέλλον, με αυτό που είναι απόν από τον κόσμο που περιέχει όλα όσα είναι…” [3, σ. 30]. Είναι η διάθεση να φροντίσουμε και να προστατεύσουμε το αντικείμενο της φροντίδας μας. Έρωτας σημαίνει να προσθέτουμε στον κόσμο-όπου κάθε πρόσθεση είναι το ζωντανό ίχνος του ερώντος. Στον έρωτα, ο εαυτός μετεμφυτεύεται λίγο λίγο στον κόσμο. Ο ερών επεκτείνεται με το να παραδίνεται στο αγαπημένο αντικείμενο. Ο έρωτας αφορά την επιβίωση του εαυτού μέσω της ετερότητας του εαυτού-και έτσι ο έρωτας σημαίνει μιαν ανάγκη να θρέψουμε, να προφυλάξουμε. Έρωτας σημαίνει να είσαι στην υπηρεσία, να τελείς διαθέσιμος, να αναμένεις εντολές-μπορεί όμως να σημαίνει επίσης αλλοτρίωση και υπέρβαση ευθύνης: κατίσχυση μέσω παράδοσης, θυσία που ανακλάται ως αύξηση [3, σ. 33]. Έρωτας και επιθυμία δρουν αντίρροπα. Αν η επιθυμία θέλει να καταναλώνει, ο έρωτας θέλει να κατέχει [4, σ. 34].
  • Ετερότητα: είναι, κατά τον Λεβινάς, το έσχατο μυστήριο, το απολύτως άγνωστο και εντελώς αδιαπέραστο [3, σ. 50].
  • Ηθική: το είδος τη συστηματικής ενασχόλησης με τα προβλήματα που αναφέρονται στο ανθρώπινο ήθος (…) Τα ερείσματα ή οι προϋποθέσεις επιβολής της Ηθικής φαίνεται πως είναι δύο: η αυθεντία ή η σύμβαση [8, σσ. 23-24]
  • Ηθική οικονομία“: ο A. H. Halsey ονόμασε “ηθική οικονομία” -την οικογενειακή μοιρασιά αγαθών και υπηρεσιών, την βοήθεια των γειτόνων, τη συνεργασία των φίλων: όλων, εν ολίγοις, των κινήτρων, παρορμήσεων και πράξεων από τα οποία φτιάχνονται οι ανθρώπινοι δεσμοί και οι διαρκείς δεσμεύσεις [3, σ. 128]. Ακριβώς χάρη στην προστασία της “ηθικής οικονομίας”, τα ανθρώπινα απόβλητα που παράγει η οικονομία της αγοράς δεν προλαβαίνουν να καταστούν ανεξέλεγκτα. Χωρίς τη διορθωτική, μετριαστική, καταπραϋντική και ανταποδοτική παρέμβαση της ηθικής οικονομίας, η οικονομίας της αγοράς θα εξέθετε την αυτοκαταστροφική της τάση. Το καθημερινό θαύμα της διάσωσης/αναγέννησης της οικονομίας της αγοράς απορρέει από την αποτυχία της αν ακολουθήσει αυτήν την τάση μέχρι τέλους [3, σ. 130].
  • Ήθος: είναι μια έννοια αντικειμενικού μέτρου για την αξιολόγηση του ατομικού χαρακτήρα. Έχει συνδεθεί νοηματικά με τις κοινωνικές κατηγορίες του καλού και του κακού και αντιπροσωπεύει την ανταπόκριση του κοινωνικού ατόμου σε ένα αντικειμενικό χρέος, σε ένα “δέον” που διαβαθμίζεται σε επιμέρους “αρετές”. Το ήθος του κάθε ανθρώπου είναι η αντικειμενική αξιολόγησή του με βάση την κλίμακα των αρετών που έχει αποδεχθεί το κοινωνικό σύνολο [8, σ. 23]. Στο χώρο της χριστιανικής εκκλησίας, και συγκεκριμένα στην εκκλησιαστική παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολής, το πρόβλημα του ανθρώπινου ήθους ταυτίστηκε πάντοτε με την υπαρκτική αλήθεια του ανθρώπου. Το ήθος (…) είναι η δυναμική ανταπόκριση της προσωπικής ελευθερίας στην υπαρκτική αλήθεια και γνησιότητα του ανθρώπου (…) είναι πριν από όλα, ένα υπαρκτικό γεγονός: η δυναμική πραγμάτωση του πληρώματος της ύπαρξης και της ζωής ή η αποτυχία και αλλοίωση της “κατ’ αλήθειαν” υπόστασής του. Με άλλα λόγια, το ήθος αναφέρεται στο γεγονός της σωτηρίας του ανθρώπου. Για αυτό και βασική αφετηρία ηθικού προβληματισμού έιναι για την Εκκλησία η ελευθερία του ήθους από κάθε σχηματική αξιολόγηση και χρησιμοθηρικό προκαθορισμό [8, σ. 26]. Το ήθος φανερώνει αυτό που είναι κατ’ αρχήν ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, δηλαδή ως πρόσωπο, αλλά και αυτό που γίνεται ο άνθρωπος μέσα από την περιπέτεια της ελευθερίας του-ύπαρξη αλλοτριωμένη ή καθ’ ομοίωσιν του Θεού [8, σ. 38].
  • Θεσμός: είναι μια σειρά από ρόλους που διαβαθμίζονται ανάλογα με το κύρος και την ισχύ του καθενός [1, σ. 53].
  • Θεός: δεν είναι ένα απροσδιόριστο ανώτατο Ον, μια απρόσωπη Ουσία διανοητικά μόνο ή συναισθηματικά προσιτή. Ούτε είναι ο Θεός ένα “πρώτο κινούν”, μια τυφλή Ενέργεια που κινεί τον μηχανισμό του κόσμου, ούτε μια αναγωγική και απολυτοποιημένη εικόνα του ανθρώπου, άπειρη μεγέθυνση των ατομικών ιδιωμάτων ή των ψυχολογικών απαιτήσεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Εκκλησία έχει την εμπειρία του Θεού που αποκαλύπτεται μέσα στην Ιστορία ως προσωπική ύπαρξη, ετερότητα και ελευθερία. Είναι Πρόσωπο ο Θεός και διαλέγεται με τον άνθρωπο “ενώπιος ενωπίω”. Ο Θεός συνιστά το Είναι, είναι η υπόσταση του Είναι (…) Ο ένας Θεός δεν είναι μια θεία Φύση ή Ουσία, αλλά κατ’ αρχήν ένα Πρόσωπο: το Πρόσωπο του Θεού-Πατρός. Η προσωπική ύπαρξη του Θεού (ο Πατήρ) συνιστά, κάνει “υποστάσεις” την Ουσία Του, δηλαδή το Είναι Του: ελεύθερα και από αγάπη γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιο [8, σσ. 28-29].
  • Θεωρητική και Εμπειρική (ή Εφαρμοσμένη) Κοινωνιολογία: Η Θεωρητική Κοινωνιολογία μελετά τα βασικά θεωρητικά προβλήματα της κοινωνιολογικής επιστήμης. Η Εμπειρική Κοινωνιολογία περιγράφει και αναλύει συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις ή προβλήματα, χρησιμοποιεί επιστημονικές μεθόδους και ταυτόχρονα μπορεί να προτείνει μέτρα επίλυσής τους [7, σ. 31].
  • Θεωρία: αφορά πάνω από όλα την ιδιαίτερη προσοχή με την οποία πρέπει να εξετάζει κανείς τις λέξεις που χρησιμοποιεί, ιδιαίτερα το βαθμό γενίκευσης και τις λογικές συσχετίσεις [1, σ. 193].
  • Ισχύς ή εξουσία: είναι ο όρος που χρησιμοποιείται γενικά στις κοινωνικές επιστήμες σε σχέση με τις αποφάσεις που παίρνουν οι άνθρωποι για τη ρύθμιση των συνθηκών της ζωής τους και για τα γεγονότα εκείνα που συγκροτούν την ιστορία της εποχής τους [1, σ. 71].
  • Κατηγορίες: είναι οριακά γενικευμένες έννοιες π.χ. η έννοια της ποιότητας εν γένει του ερευνητή [4]
  • Κλασική κοινωνιολογική ανάλυση: είναι ένα σύνολο παραδόσεων που μπορούμε να το ορίσουμε και να το χρησιμοποιήσουμε. Έχει ως ουσιαστικό της γνώρισμα την έγνοια για τις ιστορικές κοινωνικές δομές. Η προβληματική της αναφέρεται άμεσα στα κατεπείγοντα κοινωνικά ζητήματα καθώς και στα χρόνια ατομικά προβλήματα [1, σ. 39].
  • Κοινωνική δομή: αναφέρεται σε συνδυασμό θεσμών που έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με την λειτουργία τους [1, σ. 215]. Οι κοινωνικές δομές στην εποχή μας οργανώνονται συνήθως μέσα σε ένα πολιτικό κράτος.
  • Κοινωνικοποίηση: είναι όλα τα μέσα με τα οποία ένα νεογέννητο άτομο διαμορφώνεται σε κοινωνικό πρόσωπο. Μέρος αυτής της κοινωνικοποίησης των προσώπων συνίσταται στην από μέρους τους πρόσκτηση εκείνων των κινήτρων που θα τα οδηγήσουν στις κοινωνικές πράξεις που απαιτούν ή περιμένουν οι άλλοι [1, σ. 58].
  • Κοινωνικός έλεγχος: είναι όλα τα μέσα με τα οποία οι άνθρωποι αναγκάζονται να πειθαρχούν ή να αυτοπειθαρχούν [1, σ. 58].
  • Κοινωνιολογία: είναι μια προσπάθεια που μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη βιογραφία και την ιστορία καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις σε μία ποικιλία από κοινωνικές δομές [1, σ. 57]. Η κλασική Κοινωνιολογία, πρέπει να αναγνωρισθεί, είναι, εκτός των άλλων, και μία προσπάθεια να κάνουμε εικασίες για τα σημαντικότερα τουλάχιστο θέματα, που αποδείχνονται όσοο το δυνατό ορθότερες [1, σ. 202]. Η εστία προσοχής της κλασικής Κοινωνιολογίας συγκεντρώνεται σε ουσιαστικά προβλήματα. Ο χαρακτήρας αυτών των προβλημάτων περιορίζει αλλά και υποδείχνει τις μεθόδους και τις έννοιες που θα χρησιμοποιηθούν και τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν [1, σ. 205].
  • Κοινωνιολογική φαντασία:
    • Είναι μια ιδιότητα του πνεύματος που επιτρέπει στα άτομα να μεταχειριστούν τις πληροφορίες και να αναπτύξουν τη λογική τους έτσι ώστε να μπορέσουν να σχηματίσουν μια όσο πιο ευκρινή εικόνα τόσο για το τι συμβαίνει στον εαυτό τους όσο και στον κόσμο που τους περιβάλλει [1, σ. 12].
    • Συμβάλλει στην απόκτηση της ικανότητας σύλληψης του νοήματος της ιστορικής πορείας για την εσωτερική ζωή και τη σταδιοδρομία των ατόμων [1, σσ. 12-13].
    • Μας βοηθάει να συλλάβουμε την ιστορία και τη «βιογραφία» καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας. Αυτή είναι η αποστολή της και η επαγγελία της [1, σ. 14].
    • Είναι η ικανότητα να μετατοπίζεται κανείς από τη μια σκοπιά στην άλλη: από τον πολιτικό τομέα στον ψυχολογικό, από τις υποθέσεις μιας εταιρείας πετρελαίων στις μελέτες για τη σύγχρονη ποίηση [1, σ. 16].
    • Είναι η ικανότητα να διανύει κανείς την απόσταση από τους πιο απρόσωπους και απόμακρους μετασχηματισμούς στα πιο μύχια χαρακτηριστικά του ανθρώπινου εγώ και να βλέπει τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσά τους [1, σ. 16].
    • Είναι η πιο γόνιμη μορφή της συνειδητότητας της κοινωνικής μας σχετικότητας και της μεταπλαστικής δύναμης της ιστορίας [1, σ. 16].
    • Διακρίνει τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου σε: «ατομικά προβλήματα άμεσου περιβάλλοντος» και «δημόσια ζητήματα κοινωνικής δομής» [1, σ. 17]. Τα πρώτα συμβαίνουν μέσα στην προσωπικότητα του ατόμου ή μέσα στη σφαίρα των άμεσων σχέσεων με τους άλλους για αυτό και οι όροι με τους οποίους θέτονται καθώς και η λύση τους βρίσκονται κανονικά μέσα στο άτομο και στα όρια του άμεσου περιβάλλοντός του, δηλαδή εντός του κοινωνικού πεδίου στο οποίο επενεργεί. Τα δεύτερα αφορούν σε θέματα που ξεπερνούν τα τοπικά όρια του περιβάλλοντος του ατόμου καθώς και τη σφαίρα της ατομικής ζωής [1. σ. 18].
    • Είναι η ανίχνευση συνδέσεων ανάμεσα σε πολλά και ποικίλα περιβάλλοντα [1. σ. 21].
    • Είναι ένας τρόπος σκέψης [1, σ. 26].
    • Δεν είναι μια μόδα. Είναι μια ιδιότητα του πνεύματος που υπόσχεται την κατανόηση της βαθύτερης πραγματικότητας του εγώ μας σε σχέση με τις κοινωνικές πραγματικότητες που το περιβάλλουν [1, σ. 28].
    • Ως όρος δεν αναφέρεται μόνο στον πανεπιστημιακό κλάδο της Κοινωνιολογίας [1, σ. 35]. Ο όρος επιλέχθηκε επειδή ο ίδιος ο Mills ήταν κοινωνιολόγος και επειδή θεωρούσε ότι οι κλασικοί κοινωνιολόγοι επέδειξαν ιστορικά τέτοια ιδιότητα του πνεύματος με περισσότερη ζωντάνια και με μεγαλύτερη συχνότητα από τους λοιπούς κοινωνικούς επιστήμονες [1, σ. 36].
  • Κυριαρχία: ασκείται παντού, όπου οι σκοποί και οι στόχοι του ατόμου, καθώς και οι τρόποι να τους επιδιώξει και να τους πετύχει, του είναι υπαγορευμένοι εξυπαρχής και σαν εξυπαρχής υπαγορευμένους τους αναλαμβάνει και τους εκτελεί το άτομο. Οι άνθρωποι, η φύση, τα πράγματα, μπορούν να επιβάλλουν την κυριαρχία τους-και μάλιστα το ίδιο το άτομο μπορεί να την επιβάλλει στον εαυτό του: τότε η κυριαρχία παίρνει τη μορφή της αυτονομίας. Η μορφή αυτή της κυριαρχίας παίζει καίριο ρόλο στη φροϋδική θεωρία των ορμών: το Υπερ-Εγώ αναδέχεται εντός του τα αυταρχικά πρότυπα-τον πατέρα και τους τοποτηρητές του-και κάνει τις εντολές τους και τις απαγορεύσεις τους δικούς του νόμους, ατομική συνείδηση. Η κυριαρχία των ορμών γίνεται έργο του ατόμου: αυτό θα πει “αυτονομία” [6, σ. 8].
  • Μέθοδοι: είναι οι διαδικασίες που ακολουθούν οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν ή να ερμηνεύσουν κάτι [1, σ, 98]. Αφορούν πάνω από όλα το πώς να θέτει κανείς ερωτήσεις και πώς να τις απαντά με κάποια βεβαιότητα ότι οι απαντήσεις θα είναι κάποιας διάρκειας [1, σ. 193].Για τους κλασικούς της Κοινωνιολογίας, η μέθοδος όσο και η θεωρία δεν αποτελούν αυτόνομους χώρους: η μέθοδος είναι μέθοδος κάποιας τάξης πραγμάτων. Η θεωρία είναι θεωρία κάποιας τάξης φαινομένων [1, σ. 194]. Κάθε μέθοδος υπόσχεται να μας οδηγήσει στο σωστότερο τρόπο μελέτης κάποιου πράγματος, συχνά μάλιστα στο σωστότερο τρόπο μελέτης οποιουδήποτε πράγματος. Οι επεξεργασίες θεωριών, συστηματικών ή όχι, υπόσχονται να μας ευαισθητοποιήσουν στις διαφορές που υπάρχουν σε ό,τι βλέπουμε γύρω μας ή στο συμπέρασμα που βγάζουμε όταν έρθει η ώρα της ερμηνείας. Ούτε η Μέθοδος, όμως, ούτε η Θεωρία είναι δυνατό να εκληφθούν σαν μέρος της πραγματικής εργασίας των κοινωνικών μελετών [1, σ. 196]. Άλλοι ορισμοί: μέθοδος είναι η οδός που μετέρχεται κάποιος για να φθάσει κάπου. Είναι το σύνολο των τρόπων και των μέσων με τη βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος γνωρίζει και μετασχηματίζει την ανθρωπότητα. Είναι ο τρόπος με τον οποίο κινείται η νόηση του ανθρώπου μέσα στην έρευνα και συναρτάται με τα μέσα και τους τρόπους [4].
  • Μεθοδολογία: είναι η μελέτη των μεθόδων [1, σ. 98].
  • Μεταβλητό κεφάλαιο: το κεφάλαιο που πηγαίνει στην πληρωμή του μισθού [2, σ. 227]
  • Μικροκοινωνιολογία και Μακροκοινωνιολογία: οι δυο αυτοί όροι χρησιμοποιήθηκαν από τον Γάλλο κοινωνιολόγο Gurvitch. Σήμερα, ο όρος “Μικροκοινωνιολογία” αναφέρεται στον κλάδο που ασχολείται με τη μελέτη των μικρών ομάδων, ενώ η μελέτη των μεσαίων και μεγάλων ομάδων ονομάζεται “Μακροκοινωνιολογία”[7, σ. 31].
  • Οικονομικοί νόμοι: είναι η αφηρημένη έκφραση κοινωνικών σχέσεων που προσδιορίζουν έναν ορισμένο τρόπο παραγωγής [2, σ. 221].
  • Παραγωγικές δυνάμεις: είναι η ικανότητα μιας δεδομένης κοινωνίας να παράγει, ικανότητα βασιζόμενη στις επιστημονικές γνώσεις, στον τεχνικό εξοπλισμό και στην ίδια την οργάνωση της συλλογικής εργασίας [2, σ. 216].
  • Πηγές του Μαρξισμού: α) Κλασική πολιτική οικονομία, β) κλασική διαλεκτική φιλοσοφία, γ) ουτοπικός σοσιαλισμός [4].
  • Προλεταριοποίηση: σημαίνει ότι στο μέτρο που αναπτύσσεται το καπιταλιστικό σύστημα τα ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ καπιταλιστών και προλεταρίων φθείρονται και αποσυντίθενται, ενώ όλο και πιο πολλοί εκπρόσωποι των στρωμάτων αυτών απορροφώνται από το προλεταριάτο [2, σ. 236].
  • Πρόσωπο: είναι η υπόσταση της ανθρώπινης ουσίας ή φύσης. Συγκεφαλαιώνει στην ύπαρξή του την καθολική ανθρώπινη φύση και ταυτόχρονα την υπερβαίνει, γιατί ο τρόπος υπάρξεώς του είναι η ελευθερία και η ετερότητα [8, σ. 31] Ο άνθρωπος είναι ένα υπαρκτικό γεγονός σχέσης και κοινωνίας, είναι πρόσωπο, που σημαίνει (ετυμολογικά αλλά και πραγματικά) ότι έχει την όψη-προς κάποιον ή προς κάτι, είναι απέναντι (“εν σχέσει”,”εν αναφορά”) σε κάποιον ή κάτι. Έτσι, το πρόσωπο αντιπροσωπεύει έναν τρόπο υπάρξεως που προϋποθέτει τη φυσική ατομικότητα, τη φύση του ανθρώπου και ταυτόχρονα διαφοροποιείται από αυτήν. Κάθε πρόσωπο συγκεφαλαιώνει τα κοινά γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης, την καθολική ανθρωπότητα και ταυτόχρονα την υπερβαίνει όντας μια υπαρκτική ετερότητα και μοναδικότητα, ένα γεγονός υπάρξεως αντικειμενικά απροσδιόριστο (…) Δεν είναι επομένως το πρόσωπο ένα άτομο: τμήμα ή μέρισμα της καθολικής ανθρώπινης φύσης. Δεν αντιπροσωπεύει μια σχέση του μέρους με το όλο. [8, σσ. 33-34]. Το πρόσωπο και το άτομο έχουν αντίθετη σημασία (βλ. και σημασία του όρου “άτομο”).
  • Πτώση: (θεολογία) είναι η ελεύθερη υποταγή της προσωπικής ετερότητας στις αναγκαιότητες και επιταγές της φυσικής ατομικότητας [8, σ. 38].
  • Στατική και Δυναμική Κοινωνιολογία:  η διάκριση αυτή οφείλεται στον θεμελιωτή της Κοινωνιολογίας ως επιστήμης, τον Auguste Compte. Αναφέρεται στη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων σε ορισμένο χρόνο και τόπο και στη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων, στην εξελικτική τους πορεία ή στη συνεχή τους μεταβολή [7, σ. 31].
  • Σχέσεις τσέπης: το είδος των σχέσεων που οι άνθρωποι “μπορούν να βγάζουν όποτε χρειάζονται”, αλλά και να τις καταχωνιάζουν βαθιά όταν τους είναι πια άχρηστες [3, σ. 13]. Η σχέση “τσέπης” είναι η ενσάρκωση του στιγμιαίου και αποβολιμαίου που στηρίζεται στη βολή του ανθρώπου. Είναι μια σχέση που δεν διεκδικεί δικαιώματα διάρκειας [3, σσ. 52-53].
  • Υπεραξία: είναι η ποσότητα αξίας που παράγει ο εργάτης πέρα από τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, δηλαδή τον χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή αξίας ίσης με όσο ο ίδιος έλαβε υπό μορφή μισθού. Με άλλα λόγια, υπεραξία είναι η αξία που παράγεται στην διάρκεια της υπερεργασίας [2, σ. 227].
  • Φαντασιακή κοινότητα“: όρος που επινόησε ο Benedict Anderson για να περιγράψει το μυστήριο της ταύτισης με μία ευρεία κατηγορία αγνώστων ξένων, με τους οποίους πιστεύει κανείς ότι μοιράζεται κάτι αρκετά σημαντικό ώστε να κάνει λόγο για αυτούς ως “εμείς” του οποίου εγώ, ο ομιλητής, αποτελώ μέρος [3, σ. 69].
  • Χρήμα: είναι το γενικό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων [2, σ. 223]

Βιβλιογραφικές αναφορές

[1] Mills, C. W., (1985), Η κοινωνιολογική φαντασία, Παπαζήση, Αθήνα.

[2] Αρόν, Ρ. (1994), Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης, τόμ. Α΄, εκδ. “Γνώση”, Αθήνα, 3η έκδ.

[3] Μπάουμαν, Ζ. (2011), Ρευστή αγάπη. Για την ευθραστότητα των ανθρωπίνων δέσμων, εκδ. “Βιβλιοπωλείον της Εστίας”, Αθήνα, 7η έκδ.

[4] Πατέλης, Δ., “Η κοινωνία ως ολότητα. Η μεθοδολογία διερεύνησης του οργανικού όλου. Ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Ιστορικό και Λογικό”, 10 Απλά Μαθήματα Επαναστατικής Θεωρίας, μάθημα 3ο, Όμιλος Επαναστατικής Θεωρίας, Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2015, βλ. εδώ

[5] Φίλιας, Β. (1996), Αναφορές στην κοινωνική πραγματικότητα του τέλους του 20ου αιώνα, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα.

[6] Μαρκούζε, Χ. (1971), Πολιτική και Ψυχανάλυσης, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα.

[7] Νικολάτου-Σμοκοβίτη, Λ. (1994), Κοινωνιολογία. Κοινωνία και Κοινωνική ζωή, εκδ. Α. Σταμούλης, Αθήνα-Πειραιάς.

[8] Γιανναράς, Χ. (2002), Η ελευθερία του ήθους, Ίκαρος, Αθήνα.