Ορισμός, διακρίσεις και κλάδοι της Κοινωνιολογίας
Η Κοινωνιολογία είναι η επιστήμη που μελετά:
- τα κοινωνικά σύνολα (κοινωνίες και πολιτισμούς) και τις ομάδες στη θεσμική τους οργάνωση
- τους θεσμούς και τις οργανώσεις τους
- τις κοινωνικές θέσεις και τους κοινωνικούς ρόλους
- τα αίτια και τα αποτελέσματα κάθε αλλαγής στους θεσμούς και στην κοινωνική οργάνωση
- τις αλληλεπιδράσεις στις διάφορες ενότητες
Ασχολείται με πολλά ειδικά θέματα όπως η θρησκεία, η επιστήμη, η εγκληματικότητα, οι θεσμοί, κ.ά. και έτσι παρουσιάζει πολλούς κλάδους αντίστοιχα. Για παράδειγμα, η Κοινωνιολογία της Υγείας μελετά τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ αρρώστου και γιατρού, για τις πιθανές ψυχολογικές και συναισθηματικές επιδράσεις της νοσηλείας στο νοσοκομείο πάνω στον ασθενή καθώς και για τις προσπάθειες του τελευταίου να προσαρμοσθεί στη νέα κατάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διάφοροι κλάδοι δεν κίνησαν στον ίδιο βαθμό το ενδιαφέρον και την προσοχή των επιστημόνων στις διάφορες χώρες. Στην Ευρώπη π.χ. αναπτύχθηκαν αρκετά νωρίς οι κλάδοι της Κοινωνιολογίας του Δικαίου, η Πολιτική Κοινωνιολογία και η Κοινωνιολογία της Θρησκείας και αργότερα η Κοινωνιολογία της Τέχνης και της Γλώσσας [1, σ. 32]. Αντίθετα, οι κλάδοι αυτοί βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση στους Αμερικανούς κοινωνιολόγους οι οποίοι προσέφεραν πολλά στην διαμόρφωση της Κοινωνιολογίας της Επιστήμης και άλλων κλάδων.
Οι υποκλάδοι της Κοινωνιολογίας βασίζονται σε κοινές έννοιες όσο και στην κοινωνιολογική θεώρηση που στηρίζεται στην επιστημονική παρατήρηση όσο και στη γενικευμένη εμπειρία. Οι κοινωνιολογικές έννοιες αναφέρονται σε διάφορες όψεις της πραγματικότητας και έχουν σχέση με διάφορα προβλήματα. Ο κοινωνιολόγος ως επιστήμων ενδιαφέρεται γενικά για τις κοινωνικές σχέσεις και την ανθρώπινη αλληλεπίδραση, χρησιμοποιώντας την επιστημονική μέθοδο [1, σσ. 27-28].
Η χρήση της επιστημονικής μεθόδου στην Κοινωνιολογία
Η επιστημονική μέθοδος που ακολουθούν οι κοινωνικοί επιστήμονες είναι η συλλογή και η ανάλυση στοιχείων που μπορούν να επιβεβαιωθούν, η τήρηση αρχείου των παρατηρήσεών τους και ο έλεγχος των περιβαλλοντικών συνθηκών. Κύριο μέλημα του κοινωνιολόγου είναι η διατήρηση ηθικής ουδετερότητας και αντικειμενικότητας στη μελέτη του θέματός του και στην παρουσίαση των συμπερασμάτων του. Σε κάθε περίπτωση, ο κοινωνιολόγος επιδιώκει την επιστημονική αλήθεια. Ο ευσυνείδητος κοινωνιολόγος επισημαίνει πάντα τον περιορισμένο χαρακτήρα των συμπερασμάτων του, προτείνοντας περαιτέρω έρευνα και μελέτη [1, σ. 28].
Σκέφτομαι κοινωνιολογικά σημαίνει ότι αναπτύσσω την φαντασία μου με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω ευρύτερο οπτικό πεδίο, δηλαδή αναπτύσσω κατά τον Charles Wright Mills την λεγόμενη «κοινωνιολογική φαντασία». Αυτό σημαίνει ότι ο κοινωνιολόγος τοποθετεί τον εαυτό του σε μία απόσταση από τις συνηθισμένες πράξεις ρουτίνας της καθημερινής ζωής, έτσι ώστε να τις δει με καινούργιο μάτι.
Σύντομη ιστορική ανασκόπηση της Κοινωνιολογίας
Η ιστορία της κοινωνιολογικής σκέψης ανάγεται στην αρχαία εποχή. Ήδη, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης στα έργα τους παρατηρούν και αναλύουν ένα πλήθος από κοινωνικά φαινόμενα της εποχής τους, τις σχέσεις των ατόμων με την κοινωνία, θέτοντας πρωταρχικά ερωτήματα και ορίζοντας τους τομείς ενδιαφέροντος των κοινωνικών επιστημόνων.
Η κοινωνιολογική σκέψη είχε ως βασικές πηγές την πολιτική φιλοσοφία, την φιλοσοφία της ιστορίας, τις εξελικτικές θεωρίες της βιολογίας και τα κινήματα κοινωνικοπολιτικής μεταρρύθμισης που κατέστησαν αναγκαία την έρευνα γύρω από τα φαινόμενα, τις συνθήκες και τις στάσεις που τα προκάλεσαν. Σιγά σιγά εμφανίζονται έργα καθαρά κοινωνιολογικού περιεχομένου που διαχωρίζουν την Κοινωνιολογία από τις πηγές της και την καθιστούν αυτόνομη επιστήμη.
Η ιστορία της Κοινωνιολογίας ως αυτοτελούς επιστήμης αρχίζει περίπου στο 1850 με τον Γάλλο κοινωνιολόγο Auguste Compte (1798-1857), ο οποίος πρώτος της έδωσε το όνομα και έθεσε σε γενικές γραμμές το περίγραμμα του περιεχομένου της. Ο όρος “Κοινωνιολογία” προήλθε από τη συνένωση δυο λέξεων: της λατινικής “socius” και της ελληνικής “λόγος” [1, σ. 36].
Ο Compte θεώρησε την Κοινωνιολογία ως τη μόνη θετική επιστήμη. Οραματίστηκε την Κοινωνιολογία ως μια μελέτη των κοινωνικών δομών και διαδικασιών, με βάση τα γεγονότα. Μεταγενέστεροι στοχαστές και επιστήμονες, με πλατύτερο υπόβαθρο, χρησιμοποίησαν την εμπειρική μέθοδο και έδωσαν στην Κοινωνιολογία την οριστική της επιστημονική μορφή. Μεταξύ αυτών, σημαντική θέση κατέχει ο Άγγλος εξελικτικιστής φιλόσοφος Herbert Spencer(1820-1903) που υποστήριξε ότι και για τις κοινωνίες ισχύει ο νόμος της συνεχούς εξέλιξης και μεταβολής, με σκοπό την προσαρμογή στο κάθε νέο περιβάλλον, όπως συμβαίνει σε όλα τα βιολογικά όντα. Αυτός επίσης καθιέρωσε τη χρησιμοποίηση της Στατιστικής στην κοινωνιολογική έρευνα.
Κι όμως, μέχρι το σημείο αυτό η Κοινωνιολογία εξακολουθούσε να είναι αμιγώς θεωρητική, στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό σε άλλες επιστήμες όπως η βιολογία και η ψυχολογία. Πρώτος ο Γάλλος Emile Durkheim (1858-1917) υποστήριξε ότι η Κοινωνιολογία έχει δικό της, ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης, τα “κοινωνικά φαινόμενα” και με επιμονή χρησιμοποίησε την ακριβή επιστημονική και εμπειρική μέθοδο.
Την ίδια εποχή, ο Αμερικανός William Graham Sumner (1840-1910) κατάφερε να συλλέξει μεγάλο αριθμό στοιχείων πάνω στις συνήθειες και τους ηθικούς νόμους πολλών διαφορετικών κοινωνιών συμβάλλοντας στην εδραίωση της Κοινωνιολογίας στον Νέο Κόσμο.
Στις αρχές, επίσης, του 20ου αιώνα, ο Γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber (1864-1920) έδωσε μεγάλη ώθηση στη μελέτη διαφόρων κοινωνιολογικών προβλημάτων όπως είναι οι σχέσεις επιστήμης-θρησκείας, η κεφαλαιοκρατία, η κοινωνική διαστρωμάτωση, η γραφειοκρατία, οι δεσμοί μεταξύ αξιών-αισθημάτων-πράξεων και πολλών άλλων που μέχρι σήμερα απασχολούν ως κεντρικά θέματα τους κοινωνιολόγους. Ο σύγχρονος τους Weber, George Simmel (1858-1918), επίσης, συνεισέφερε σημαντικά τόσο στη μελέτη των μακρο-φαινομένων (αλλοτρίωση αστικού τρόπου ζωής, το δισυπόστατο του σύγχρονου πολιτισμού, κλπ.) όσο και στην ανάλυση διαφόρων μορφών κοινωνικής αλληλεπίδρασης στο διαπροσωπικό επίπεδο.
Έκτοτε, η Κοινωνιολογία αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό και στην Ευρώπη και κυρίως στην Αμερική και εδραιώθηκε στον ακαδημαϊκό τομέα. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Κοινωνιολογίας του 20ου αιώνα είναι:
- η καθιέρωσή της ως ξεχωριστής επιστήμης
- η έμφαση που δόθηκε στην ανάγκη για έρευνα στην Κοινωνιολογία
- η επικράτηση της αντίληψης ότι η θεωρία πρέπει να είναι προϊόν της έρευνας
- η αυξανόμενη χρήση στατιστικών και πειραματικών μεθόδων
- η μεγάλη αύξηση του αριθμού των κοινωνιολόγων
- η επιστημονική επικοινωνία και συνεργασία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο
- η ευρύτατη ακαδημαϊκή αναγνώρισή της και η ένταξή της στα εκπαιδευτικά προγράμματα των Ανώτατων Σχολών [1, σσ. 37-38].
Βιβλιογραφικές αναφορές
[1] Νικολάου-Σμοκοβίτη, Λ., (1994), Κοινωνιολογία. Κοινωνία και Κοινωνική Ζωή, εκδ. Α. Σταμούλης, Αθήνα-Πειραιάς.